- κοπρειος
- κόπρειος3навозный
ἀνέρ κ. Arph. — золотарь
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀνέρ κ. Arph. — золотарь
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κόπρειος — κόπρειος, εία, ον (Α) [κόπρος (Ι)] 1. ρυπαρός, αηδής, βρομιάρης, κοπρίτης 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κόπρειοι κωμικό λογοπαίγνιο για τους κατοίκους τού δήμου τής Αττικής Κόπρος («τοῡτ εἶπεν ἀνὴρ Κόπρειος», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
κόπρειος — full of dung masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόπρεια — κόπρειος full of dung neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρείας — κοπρείᾱς , κόπρειος full of dung fem acc pl κοπρείᾱς , κόπρειος full of dung fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρηρός — κοπρηρός, ά, ον (M) κόπρειος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + επίθημα ηρός (πρβλ. ετν ηρός, οσμ ηρός)] … Dictionary of Greek
κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… … Dictionary of Greek